Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

καὶ μοχϑηρός

См. также в других словарях:

  • μοχθηρός — ή, ό (ΑΜ μοχθηρός, ά, θηλ. και ός όν, Α και μόχθηρος, ον) κακός, φαύλος, πανούργος, ανέντιμος, αχρείος νεοελλ. αυτός που αισθάνεται φθόνο για την ευτυχία τών άλλων, κακόβουλος, δόλιος, κακεντρεχής, φθονερός μσν. 1. αυτός που προκαλεί φόβο,… …   Dictionary of Greek

  • μοχθηρός — ή, ό εκείνος που αισθάνεται δυστυχία και φθόνο για την ευτυχία των άλλων, φθονερός, που επιδιώκει να κάνει κακό χωρίς αιτία: Είναι μοχθηρός και βλάπτει ακόμα και τους φίλους του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σιγανοπαπαδιά — και σιγαλοπαπαδιά, η, Ν 1. μειωτικός χαρακτηρισμός ανθρώπου που υποκρίνεται τον φρόνιμο, τον αγαθό και καλό, ενώ στην πραγματικότητα είναι ύπουλος, πανούργος και μοχθηρός 2. άτομο που παριστάνει τον δυστυχισμένο και ανυπεράσπιστο, ενώ στην… …   Dictionary of Greek

  • στρίγγλος — και στρίγκλος και στρίγγλης, ο, Ν 1. άνθρωπος δύστροπος και μοχθηρός 2. άνθρωπος που στριγγλίζει. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητικά από το θηλ. στρίγ(γ)λα*] …   Dictionary of Greek

  • φλύαρος — (I) η, ο / φλύαρος, ον, ΝΜΑ (για πρόσ.) αυτός που λέει φλυαρίες, πολυλογάς, σαχλαμάρας μσν. αρχ. ευήθης, ανόητος, χαζός αρχ. 1. (για λόγους, σκέψεις, εκδηλώσεις) ανόητος. επίρρ... φλύαρα / φλυάρως, ΝΜΑ με φλύαρο τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ουσ. φλύαρος ως …   Dictionary of Greek

  • πανδελέτειος — ον, Α [Πανδέλετος] (κωμική λ.) πανούργος και μοχθηρός σαν τον Πανδέλετο, ξακουστό Αθηναίο συκοφάντη …   Dictionary of Greek

  • πανουκλιάρης — α, ικο 1. ο προσβεβλημένος από πανούκλα 2. ως ουσ. μτφ. άσχημος και μοχθηρός άνθρωπος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πανούκλα + κατάλ. ιάρης (πρβλ. ψωρ ιάρης)] …   Dictionary of Greek

  • στριγγλίζω — και στριγκλίζω και στριγλίζω Ν 1. φέρομαι σαν στρίγγλα, είμαι δύστροπος, μοχθηρός 2. κραυγάζω με οξεία και διαπεραστική φωνή. [ΕΤΥΜΟΛ. < στρίγγλα* (βλ. και λ. στριγγίζω, στρίγξ)] …   Dictionary of Greek

  • μόχθος — και μόχτος, ο (ΑΜ μόχθος, Μ και μόχτος) 1. σωματικός κόπος, επίπονη προσπάθεια, καταπόνηση: 2. ταλαιπωρία μσν. 1. θλίψη 2. βιασύνη, σπουδή 3. βιοπάλη αρχ. 1. στον πληθ. οι μόχθοι οι δυσχέρειες, τα βάσανα 2. φρ. «μόχθος τέκνων» μόχθος υπέρ τών… …   Dictionary of Greek

  • βάφω — και βάφτω (AM βάπτω) 1. εμβαπτίζω, βυθίζω κάτι σε νερό ή άλλο υγρό (α. «έβαψα το ψωμί μου στο λάδι» β. «βάπτω εἰς ὕδωρ» γ.»βάπτω τἄρια θερμῷ» βυθίζω τα μαλλιά σε ζεστό νερό) 2. (για σιδερένιο ή άλλα εργαλείο) σκληρύνω, στομώνω («βάφω το σκεπάρνι» …   Dictionary of Greek

  • διάβολος — I Κακό και βλαβερό πνεύμα, που εμφανίζεται σε όλες τις θρησκείες και είχε πλούσιες περιγραφές στην κλασική λογοτεχνία, στα κείμενα της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης και στα έργα παλαιών χριστιανών συγγραφέων. Η λέξη δ. σημαίνει συκοφάντης και… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»