-
1 μοχθηρός
μοχθηρός, mühselig, kummervoll, elend; γυναικῶν οἷον ὤπασας γένος μοχϑηρόν, Aesch. Spt. 239; πολλὰ καὶ μοχϑήρ' ἀνωφέλητ' ἐμοὶ τλάσῃ, Ch. 741; ζῶ βίον μοχϑηρόν, Soph. El. 589; Ar. Plut. 391; so auch in Prosa, ζόη, Her. 7, 46; ὦ μοχϑηρέ, μελαγχολᾷς, Plat. Phaedr. 268 e. – Häufiger = schlecht, unbrauchbar; βοῦς, Ar. Equ. 316; μοχϑηρὸν ῥῶ, Thesm. 781; bes. von sittlicher Schlechtigkeit. μοχϑηρὸς τοὺς τρόπους, Plut. 1003; πολίτης, Equ. 1301, öfter, wie bei Plat., der es oft mit φαῦλος vrbdt; Gorg. 468 b; μετὰ μοχϑηροῦ καὶ διεφϑαρμένου σώματος, Crit. 47 e; μοχϑηρὸς τὴν ψυχήν, Gorg. 511 a; Ggstz χρηστός, Polit. 308 c; μοχϑηρότερα ἀποδιδόντες ἢ παρέλαβον τὰ ἱμάτια, Men. 91 a; ζῆν μοχϑηρῶς, Gorg. 505 a; μοχϑηρὸς τὴν ἰδέαν, Andoc. 1, 100; ἐλπίδες, Din. 1, 107, wie Pol. 5, 38, 8; πράγματα, schlechter Handel, schlechte Geschäfte, Dem. 34, 8; Arist. u. Folgde; ἔϑη μοχϑηρά, Pol. 1, 81, 10 u. öfter. – Nach Arcad. p. 71 wurde attisch in der ersten Bdtg μόχϑηρος accentuirt wie πόνηρος, vgl. Ammon. p. 96. 116.
-
2 φαῦλος
φαῦλος, auch zweier Endgn, Eur. Hipp. 435 u. Thuc. 6, 21, schlecht, schlimm, böse; δαίμων Theogn. 163; Her. 1, 126, der sonst immer die ion. Form φλαῦρος hat; moralisch schlecht, schändlich, bes. vom Krieger = feig, Eur. I. T. 305 u. öfter; häßlich, Ar. Eccl. 617; Ggstz von σπουδαῖος, Isocr. 1, 1; vgl. Xen. Cyr. 2, 2,24; u. von ἀγαϑός, Plat. Prot. 327 c; καὶ μοχϑηρός Gorg. 486 b; mit einem acc. der nähern Bestimmung, οἱ φαῠλοι τὰ γράμματα Phaedr. 242 c; u. c. inf., Prot. 336 c; Ggstz σοφός, Conv. 174 u. Eur. Phoen. 496; Ggstz ξυνετώτεροι, Thuc. 3, 37, vgl. 83. – Uebh. was nicht so ist, wie es sein soll; τείχισμα Thuc. 4, 115, vgl. 4, 9; στρατιά, geringes Heer, 6, 21; φαύλως ἔχοντα τὰ εἰρημένα, was nicht überzeugt, Isocr. 4, 6; καὶ ἀγεννὴς κύων Dem. 26, 22; τὰ πλεῖστα τῆς χώρας φαῠλα καὶ ἀγεννῆ Plut. Sol. 22; παρὰ φαῠλον ποιεῖσϑαι, gering schätzen, verachten, D. Hal. rhet. 4, 2; φαῦλον πρᾶγμα Xen. An. 6, 4,12. – Häufig aber ohne bes. Tadel; bes. οὐ φαῠλον, non mediocris, vgl. Plat. Theaet. 151 e; einfach, unbedeutend, wenig Umstände erfordernd, leicht, τὰ φαῠλα καὶ πρόχειρα Theaet. 147 a; τὸ ζήτημα οὐ φαῦλον, ἀλλὰ ὀξὺ βλέποντος Rep. II, 368 c; Gsgtz χαλεπός, VII, 527 d; dah. auch wohlfeil, im Ggstz zum Kostbaren, Ausgesuchten, Sp.; φαύλως φέρειν, gleichgültig ertragen, ohne viel Aufhebens davon zu machen, Eur. I. A. 850; Ar. Av. 961; φαύλως παιδεύειν, schlicht, einfach erziehen, Xen. oec. 13, 4; ἀποκρίνασϑαι, Plat. Theaet. 147 c. – Auch = leichtsinnig, die Dinge zu leicht nehmend; φαῦλον Ggstz von πάνυ ἀκριβές Thuc. 6, 18; φαύλως ἐκρίνατε Aesch. Pers. 512, schlecht; φαυλότατα καὶ ῥᾷστα vrbdt Ar. Nubb. 768; φαύλως ἀποδιδράσκειν, leicht entfliehen, Ach. 220; Th. 711. – Vgl. φλαῦρος, φαῠρος, παῦρος, paulus, faul, flau.
-
3 ἀχερδούσιος
ἀχερδούσιος, von dem vorigen komisch gebildetes Patronymicum, κατὰ τὴν γνώμην ἀχ. καὶ μοχϑηρός Comic. E. M., s. Nom. pr.
-
4 πονηρός
πονηρός, eigtl. Arbeit, Mühe, Drangsal habend od. machend; dah. – a) im physischen Sinne, Noth machend, lästig; Theogn. 274; ὅτι χρηστὸν ἢ πονηρὸν περὶ τὸ σῶμα, Plat. Prot. 313 d; gew. pass., Noth leidend, unglücklich; so heißt Herakles πονηρότατος καὶ ἄριστος, Hes. frg. 43, 5; von Sachen, in schlechtem Zustande, unbrauchbar, verdorben, τροφή, Plat. Legg. III, 735 b; δίαιτα, Rep. IV, 425 e; διὰ πονηράν τινα ἕξιν τοῦ σώματος, Tim. 86 d; καὶ ἄχρηστοι, Legg. XII, 950 b; αὐλοί, im Ggstz von χρηστοί, Rep. X, 601 e; so auch σιτία, Gorg. 464 d; wie καρπός, im Ggstz von καλός, Matth. 7, 17; πονηρῶς δίεκειτο, von einem Sterbenden, καὶ οὐδεμίαν ἔλπίδα εἶχε τοῦ βίου, Isocr. 1, 9, 12; πονηρῶς ἔχειν, Luc. Alex. 16. Von einer schlimmen Lage sagt Thuc. 8, 97 ἐκ πονηρῶν τῶν πραγμάτων γενομένων τοῦτο πρῶτον ἀνήνεγκε τὴν πόλιν, vgl. 8, 24, ἃ πονηρῶς ἔχει τῶν πραγμάτων, Lys. 14, 35. – Häufiger b) in moralischem Sinne, schlecht, boshaft u. dgl.; μήτ' ἐπιζευχϑῇς στόμα φήμαις πονηραῖς, Aesch. Ch. 1041; πόλεμος οὐδέν' ἄνδρ' ἑκὼν αἱρεῖ πονηρόν, Soph. Phil. 435; Eur. Hec. 596 sagt ὁ πονηρὸς οὐδὲν ἄλλο πλὴν κακός; vgl. πονηρῷ χρήσεται κριτῇ, El. 374; auch τελετὰς πονηράς, Bacch. 260; κέρδη, Cycl. 311; πονηρὸς κἀκ πονηρῶν, Ar. Equ. 336 u. öfter; auch πονηρὸς πόῤῥω τέχνης, Vesp. 192; u. in Prosa: Plat. Conv. 183 d; τὸν ἄδικον καὶ πονηρὸν ἄϑλιον εἶναί φημι, Gorg. 469 e; τὰ ἔργα πονηρότερα ἐργάσεται, Rep. IV, 421 d; feig, Xen. Cyr. 1, 4, 19; τοῖς φίλοις, schlecht gegen die Freunde, 8, 4, 33; aber πονηρὰ χρώματα, 5, 2, 34, ist blasse, Furcht verrathende Farbe; auch στασιάζειν καὶ πονηροὺς εἶναι πρὸς ἀλλήλους, An. 1, 7, 39, aufsässig, feindlich gegen einander; εἰπεῖν πᾶν πονηρὸν κατά τινος, Matth. 5, 11. – Wie Schol. Luc. Alex. 16 sagt Ἀττικοὶ ἐπὶ σωματικῆς διαϑέσεως ὀξύνουσι τὸ πονηρός, wird nach Arcad. p. 71, 16 Eust. zu Il. 2, 764 (vgl. Reiz de acc. incl. p. 168 u. B. A. II p. 678) bei den Attikern πόνηρος betont, wo es die Bedeutung unglücklich hat, vgl. Lob. zu Phryn. 389 u. μόχϑηρος. – Nach Cram. Anecd. Ox. 1 p. 372 sollen neuere Comödiendichter das Wort auch als comp. aus πονεῖν u. ἐρᾶν gebraucht haben, wohl Wortspiel.
-
5 ἰδέα
ἰδέα, ἡ, ion. ἰδέη (ἰδεῖν), Ansehen, Gestalt, übh. die äußere Erscheinung; ἰδέᾳ καλὁν Pind. Ol. 11, 108; τὰ δ' ὄργι' ἐστὶ τίν' ἰδέαν ἔχοντά σοι; Eur. Bacch. 464; πολλάκι γὰρ γνώμην ἐξαπατῶσ' ἰδέαι, der Schein täuscht, Theogn. 128; ἀποσεισάμεναι νέφος ὄμβριον ἀϑανάτας ἰδέας ἐπιδώμεϑα τηλεσκόπῳ ὄμματι γαῖαν Ar. Nubb. 289; τὴν ἰδέαν μοχϑηρός, von abscheulichem Aussehen, Andoc. 1, 100; τὴν ἰδέαν πάνυ καλός Plat. Prot. 315 e; παντοδαπὰ καὶ τὰς ἰδέας καὶ τὰ μεγέϑη Phaed. 109 b; τὰ ὁρώμενα τῆς ἰδέας Charm. 158 a; τῆς γῆς Phaed. 108 d; πλάττε μίαν ἰδέαν ϑηρίου Rep. IX, 588 c; Sp., τὴν ἰδέαν τοῦ σώματος ἄμεμπτος Plut. Pericl. 3. – Uebh. die Art u. Weise, die Beschaffenheit, das Wesen; ἑτέραν ὕμνων ἰδέαν Ar. Ran. 384; τίς ἰδέα βουλήματος Av. 993; φρέαρ παρέχεται τριφασίας ἰδέας, drei verschiedene Arten von Dingen, Her. 6, 119; ἐφρόνεον διφασίας ἰδέας, sie hatten zweierlei Meinungen, 6, 100; φυγῆς, πολέμων, Thuc. 1, 109. 3, 112; τῇ αὐτῇ ἰδέᾳ 2, 62; πᾶσαν ἰδέαν πειράσαντες, jede Art u. Weise, jede Maaßregel versuchend, 3, 19; bei Isocr. 4, 7 entspricht διὰ μιᾶς ἰδέας dem τὸν αὐτὸν τρόπον, wie ἰδέαι λόγων den τρόποι, vgl. 7, 34, wo er von σεμνυνόμενοι u. ἀστεῖοι gesprochen u. fortfährt δεῖ δὲ χρῆσϑαι ἀμφοτέραις ταῖς ἰδέαις ταύταις; 3, 44 χρὴ δὲ δοκιμάζειν τὰς ἀρετὰς οὐκ ἐν ταῖς αὐταῖς ἰδέαις ἁπάσας, ἀλλὰ τὴν μὲν δικαιοσύνην ἐν ταῖς ἀπορίαις, τὴν δὲ σωφροσύνην ἐν ταῖς δυναστείαις, in denselben Lebensverhältnissen, Umständen; εἴπερ μέρη τε μὴ ἔχει καὶ μία ἐστὶν ἰδέα Plat. Theaet. 205 d; ἁπλοῦν τε εἶναι καὶ ἥκιστα τῆς ἑαυτοῦ ἰδέας ἐκβαίνειν Rep. II, 380 d, vgl. Crat. 439 e; im philosophischen Sinne, Urbild, Idee, das gedachte Ding im Ggstz des sinnlich wahrgenommenen, wobei aber immer an eine geistige Gestalt, die der Begriff annimmt u. die für den Geist gewissermaßen sinnlich wahrnehmbar ist, zu denken; ἡ τοῦ ἀγαϑοῦ ἰδέα Rep. III, 505 a, vgl. 508 e; Soph. 253 d μίαν ἰδέαν διὰ πολλῶν πάντη διατεταμένην ἱκανῶς διαισϑάνεται; vgl. Plut. plac. phil. 1, 10.
См. также в других словарях:
μοχθηρός — ή, ό (ΑΜ μοχθηρός, ά, θηλ. και ός όν, Α και μόχθηρος, ον) κακός, φαύλος, πανούργος, ανέντιμος, αχρείος νεοελλ. αυτός που αισθάνεται φθόνο για την ευτυχία τών άλλων, κακόβουλος, δόλιος, κακεντρεχής, φθονερός μσν. 1. αυτός που προκαλεί φόβο,… … Dictionary of Greek
μοχθηρός — ή, ό εκείνος που αισθάνεται δυστυχία και φθόνο για την ευτυχία των άλλων, φθονερός, που επιδιώκει να κάνει κακό χωρίς αιτία: Είναι μοχθηρός και βλάπτει ακόμα και τους φίλους του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σιγανοπαπαδιά — και σιγαλοπαπαδιά, η, Ν 1. μειωτικός χαρακτηρισμός ανθρώπου που υποκρίνεται τον φρόνιμο, τον αγαθό και καλό, ενώ στην πραγματικότητα είναι ύπουλος, πανούργος και μοχθηρός 2. άτομο που παριστάνει τον δυστυχισμένο και ανυπεράσπιστο, ενώ στην… … Dictionary of Greek
στρίγγλος — και στρίγκλος και στρίγγλης, ο, Ν 1. άνθρωπος δύστροπος και μοχθηρός 2. άνθρωπος που στριγγλίζει. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητικά από το θηλ. στρίγ(γ)λα*] … Dictionary of Greek
φλύαρος — (I) η, ο / φλύαρος, ον, ΝΜΑ (για πρόσ.) αυτός που λέει φλυαρίες, πολυλογάς, σαχλαμάρας μσν. αρχ. ευήθης, ανόητος, χαζός αρχ. 1. (για λόγους, σκέψεις, εκδηλώσεις) ανόητος. επίρρ... φλύαρα / φλυάρως, ΝΜΑ με φλύαρο τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ουσ. φλύαρος ως … Dictionary of Greek
πανδελέτειος — ον, Α [Πανδέλετος] (κωμική λ.) πανούργος και μοχθηρός σαν τον Πανδέλετο, ξακουστό Αθηναίο συκοφάντη … Dictionary of Greek
πανουκλιάρης — α, ικο 1. ο προσβεβλημένος από πανούκλα 2. ως ουσ. μτφ. άσχημος και μοχθηρός άνθρωπος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πανούκλα + κατάλ. ιάρης (πρβλ. ψωρ ιάρης)] … Dictionary of Greek
στριγγλίζω — και στριγκλίζω και στριγλίζω Ν 1. φέρομαι σαν στρίγγλα, είμαι δύστροπος, μοχθηρός 2. κραυγάζω με οξεία και διαπεραστική φωνή. [ΕΤΥΜΟΛ. < στρίγγλα* (βλ. και λ. στριγγίζω, στρίγξ)] … Dictionary of Greek
μόχθος — και μόχτος, ο (ΑΜ μόχθος, Μ και μόχτος) 1. σωματικός κόπος, επίπονη προσπάθεια, καταπόνηση: 2. ταλαιπωρία μσν. 1. θλίψη 2. βιασύνη, σπουδή 3. βιοπάλη αρχ. 1. στον πληθ. οι μόχθοι οι δυσχέρειες, τα βάσανα 2. φρ. «μόχθος τέκνων» μόχθος υπέρ τών… … Dictionary of Greek
βάφω — και βάφτω (AM βάπτω) 1. εμβαπτίζω, βυθίζω κάτι σε νερό ή άλλο υγρό (α. «έβαψα το ψωμί μου στο λάδι» β. «βάπτω εἰς ὕδωρ» γ.»βάπτω τἄρια θερμῷ» βυθίζω τα μαλλιά σε ζεστό νερό) 2. (για σιδερένιο ή άλλα εργαλείο) σκληρύνω, στομώνω («βάφω το σκεπάρνι» … Dictionary of Greek
διάβολος — I Κακό και βλαβερό πνεύμα, που εμφανίζεται σε όλες τις θρησκείες και είχε πλούσιες περιγραφές στην κλασική λογοτεχνία, στα κείμενα της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης και στα έργα παλαιών χριστιανών συγγραφέων. Η λέξη δ. σημαίνει συκοφάντης και… … Dictionary of Greek